- ιδεοληπτικός
- -ή, -όπου χαρακτηρίζεται από ιδεοληψίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδεοληπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεοληψία 2. εκείνος που πάσχει από ιδεοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. obsessionnel)] … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
παρασιτοφοβία — η (ψυχιατρ.) παθολογικός ιδεοληπτικός φόβος για τα παράσιτα και τις ασθένειες που προέρχονται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσιτο + φοβία (πρβλ. μικροβιο φοβία)] … Dictionary of Greek